- τερασκόπος
- τερασκόπος1 seer τερασκόπος ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας (Mopsos) P. 4.201
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τερασκόπος — prophetic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπος — ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) βλ. τερατοσκόπος … Dictionary of Greek
τερασκόπον — τερασκόπος prophetic masc/fem acc sg τερασκόπος prophetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόποι — τερασκόπος prophetic masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπου — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπων — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκόπῳ — τερασκόπος prophetic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
τερατοσκόπος — ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α (στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek